Τι είναι εκείνο που οδηγεί τις ασφαλιστικές να εκχωρούν μέρος των κινδύνων που αναλαμβάνουν σε άλλες ασφαλιστικές εταιρίες;
Oι ασφαλιστικές εταιρίες ασφαλίζουν μέρος από τους κινδύνους, που αναλαμβάνουν πρωτογενώς, σε άλλες ασφαλιστικές εταιρίες. Δηλαδή, οι ασφαλιστικές εταιρίες ασφαλίζονται και οι ίδιες!
Έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό τους; 'Η μήπως απόδειξη της πίστης τους στο θεσμό, αφού οι ίδιες δίνουν το καλό παράδειγμα;
Η απάντηση είναι απλή, εφ' όσον γνωρίζουμε τις αρχές με τις οποίες λειτουργεί μια ασφαλιστική εταιρία. Η ικανότητά της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση κατέχουν το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και αποθεματικών της και ο όγκος των ασφαλίστρων.
Το αντικείμενο της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν είναι άλλο από τους κινδύνους και τις πιθανότητες επέλευσής τους. Στοιχεία, κατ' εξοχήν, αβέβαια. Φυσικά, δεδομένων των κεφαλαίων και αποθεματικών, η αβεβαιότητα μειώνεται με την αύξηση του όγκου εργασιών, δηλαδή με την ανάληψη περισσότερων κινδύνων, γεγονός που επιτρέπει την καλύτερη εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών, με βάση τη λειτουργία του νόμου των μεγάλων αριθμών.
Θεωρητικά, επομένως, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι όσο περισσότερους κινδύνους (ασφαλίσεις) έχει αναλάβει μια ασφαλιστική εταιρία, τόσο περισσότερο σίγουρη μπορεί να θεωρείται από τους ασφαλισμένους, ένα συμπέρασμα που ίσως φαίνεται παράδοξο εκ πρώτης όψεως.
Τι είναι, όμως, εκείνο που οδηγεί τις ασφαλιστικές εταιρίες να εκχωρούν μέρος των κινδύνων, που αναλαμβάνουν, σε άλλες ασφαλιστικές εταιρίες, τους αντασφαλιστές τους;
Πρώτον, καμιά εταιρία δεν έχει τόσο μεγάλο χαρτοφυλάκιο κινδύνων ώστε οι στατιστικοί νόμοι - και κυρίως ο νόμος των μεγάλων αριθμών - να βρίσκουν πλήρη εφαρμογή και, κατά συνέπεια, η ικανότητα της εταιρίας να προβλέψει τις αποζημιώσεις που θα καταβάλει, μειώνεται.
Δεύτερον, έστω και αν δεχτούμε ότι το χαρτοφυλάκιο μιας εταιρίας έχει αναπτυχθεί αρκετά, ο βαθμός εξασφάλισης που παρέχουν το μεγάλο μέγεθος και η λειτουργία του νόμου των μεγάλων αριθμών είναι συνάρτηση του χρονικού ορίζοντα.
Όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική διάρκεια εντός της οποίας απαιτείται εξισορρόπηση των αποτελεσμάτων, ώστε τα έσοδα να επαρκούν τουλάχιστον για την αντιμετώπιση των εξόδων (στοιχείο κατ' εξοχήν αβέβαιο, αφού εξαρτάται - σε μεγάλο βαθμό - από τις αποζημιώσεις που θα πληρώσει), τόσο περισσότερο άνετα μπορεί να αισθάνεται η ασφαλιστική εταιρία. Και αυτό, αφού θα μπορεί να εξισορροπεί τα ενδεχόμενα κέρδη από κάποια έτη με τις ενδεχόμενες ζημιές από κάποια άλλα.
Επομένως, με την υπόθεση ότι ο υπολογισμός του ασφαλίστρου για τους κινδύνους, που αναλαμβάνονται από μια ασφαλιστική εταιρία, είναι τεχνικά σωστός και βασίζεται σε μια αξιόπιστη στατιστική εμπειρία, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια περίοδος, για παράδειγμα δέκα ετών, είναι αρκετά μεγάλη ώστε το σύνολο των εκροών να εξισορροπείται από το σύνολο των εισροών και, κατά συνέπεια, κανένα πρόσθετο μέτρο εξασφάλισης από πλευράς ασφαλιστικής εταιρίας να μην απαιτείται.
Είναι αυτονόητο, όμως, ότι καμιά εταιρία δεν μπορεί ν'αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους βασιζόμενη σ'αυτήν τη λογική, αφού την ενδιαφέρει η εξισορρόπηση των αποτελεσμάτων σε μικρότερα χρονικά διαστήματα και, αν είναι δυνατόν, σε κάθε ετήσια χρήση.
Κατά συνέπεια, η μεταφορά μέρους των κινδύνων σε τρίτους, οι οποίοι θα λειτουργούν εξισορροπητικά, συμμετέχοντας στην πληρωμή αποζημιώσεων και απορροφώντας ασφάλιστρα, είναι μια αποτελεσματική λύση προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τρίτον, από τη σχέση μεταξύ των ασφαλιστικών εταιριών, μέσω της αντασφαλιστικής συνεργασίας, προκύπτουν και κάποια οφέλη για τον εκχωρητή κινδύνων όπως π.χ. μετάδοση τεχνογνωσίας.
Η αντασφάλιση των ελληνικών ασφαλιστικών εταιριών διενεργείται περισσότερο στο εξωτερικό και, κυρίως, σε ευρωπαϊκές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταίρες (δηλαδή εταιρίες που αναλαμβάνουν μόνο αντασφαλίσεις και όχι πρωτογενείς ασφαλίσεις).
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται διεθνώς μια σωστότερη κατανομή των κινδύνων, μια μεγάλη διασπορά, έτσι ώστε οι συνέπειες ενός καταστροφικού γεγονότος να απορροφώνται, χωρίς να θέτουν σε δοκιμασία την επιβίωση των ασφαλιστικών εταιριών και τα συμφέροντα των ασφαλισμένων.
Το αντικείμενο της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν είναι άλλο από τους κινδύνους και τις πιθανότητες επέλευσής τους. Στοιχεία, κατ' εξοχήν, αβέβαια. Φυσικά, δεδομένων των κεφαλαίων και αποθεματικών, η αβεβαιότητα μειώνεται με την αύξηση του όγκου εργασιών, δηλαδή με την ανάληψη περισσότερων κινδύνων, γεγονός που επιτρέπει την καλύτερη εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών, με βάση τη λειτουργία του νόμου των μεγάλων αριθμών.
Θεωρητικά, επομένως, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι όσο περισσότερους κινδύνους (ασφαλίσεις) έχει αναλάβει μια ασφαλιστική εταιρία, τόσο περισσότερο σίγουρη μπορεί να θεωρείται από τους ασφαλισμένους, ένα συμπέρασμα που ίσως φαίνεται παράδοξο εκ πρώτης όψεως.
Τι είναι, όμως, εκείνο που οδηγεί τις ασφαλιστικές εταιρίες να εκχωρούν μέρος των κινδύνων, που αναλαμβάνουν, σε άλλες ασφαλιστικές εταιρίες, τους αντασφαλιστές τους;
Πρώτον, καμιά εταιρία δεν έχει τόσο μεγάλο χαρτοφυλάκιο κινδύνων ώστε οι στατιστικοί νόμοι - και κυρίως ο νόμος των μεγάλων αριθμών - να βρίσκουν πλήρη εφαρμογή και, κατά συνέπεια, η ικανότητα της εταιρίας να προβλέψει τις αποζημιώσεις που θα καταβάλει, μειώνεται.
Δεύτερον, έστω και αν δεχτούμε ότι το χαρτοφυλάκιο μιας εταιρίας έχει αναπτυχθεί αρκετά, ο βαθμός εξασφάλισης που παρέχουν το μεγάλο μέγεθος και η λειτουργία του νόμου των μεγάλων αριθμών είναι συνάρτηση του χρονικού ορίζοντα.
Όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική διάρκεια εντός της οποίας απαιτείται εξισορρόπηση των αποτελεσμάτων, ώστε τα έσοδα να επαρκούν τουλάχιστον για την αντιμετώπιση των εξόδων (στοιχείο κατ' εξοχήν αβέβαιο, αφού εξαρτάται - σε μεγάλο βαθμό - από τις αποζημιώσεις που θα πληρώσει), τόσο περισσότερο άνετα μπορεί να αισθάνεται η ασφαλιστική εταιρία. Και αυτό, αφού θα μπορεί να εξισορροπεί τα ενδεχόμενα κέρδη από κάποια έτη με τις ενδεχόμενες ζημιές από κάποια άλλα.
Επομένως, με την υπόθεση ότι ο υπολογισμός του ασφαλίστρου για τους κινδύνους, που αναλαμβάνονται από μια ασφαλιστική εταιρία, είναι τεχνικά σωστός και βασίζεται σε μια αξιόπιστη στατιστική εμπειρία, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια περίοδος, για παράδειγμα δέκα ετών, είναι αρκετά μεγάλη ώστε το σύνολο των εκροών να εξισορροπείται από το σύνολο των εισροών και, κατά συνέπεια, κανένα πρόσθετο μέτρο εξασφάλισης από πλευράς ασφαλιστικής εταιρίας να μην απαιτείται.
Είναι αυτονόητο, όμως, ότι καμιά εταιρία δεν μπορεί ν'αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους βασιζόμενη σ'αυτήν τη λογική, αφού την ενδιαφέρει η εξισορρόπηση των αποτελεσμάτων σε μικρότερα χρονικά διαστήματα και, αν είναι δυνατόν, σε κάθε ετήσια χρήση.
Κατά συνέπεια, η μεταφορά μέρους των κινδύνων σε τρίτους, οι οποίοι θα λειτουργούν εξισορροπητικά, συμμετέχοντας στην πληρωμή αποζημιώσεων και απορροφώντας ασφάλιστρα, είναι μια αποτελεσματική λύση προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τρίτον, από τη σχέση μεταξύ των ασφαλιστικών εταιριών, μέσω της αντασφαλιστικής συνεργασίας, προκύπτουν και κάποια οφέλη για τον εκχωρητή κινδύνων όπως π.χ. μετάδοση τεχνογνωσίας.
Η αντασφάλιση των ελληνικών ασφαλιστικών εταιριών διενεργείται περισσότερο στο εξωτερικό και, κυρίως, σε ευρωπαϊκές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταίρες (δηλαδή εταιρίες που αναλαμβάνουν μόνο αντασφαλίσεις και όχι πρωτογενείς ασφαλίσεις).
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται διεθνώς μια σωστότερη κατανομή των κινδύνων, μια μεγάλη διασπορά, έτσι ώστε οι συνέπειες ενός καταστροφικού γεγονότος να απορροφώνται, χωρίς να θέτουν σε δοκιμασία την επιβίωση των ασφαλιστικών εταιριών και τα συμφέροντα των ασφαλισμένων.
Του Γιάννη Κακαβίτσα, Διευθυντή Συμβατικών Αντασφαλίσεων, AON Benfield
(Μέρος Α)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου